μυοκτόνος

Revision as of 12:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον, (κτείνω)    A of mouse-killing, τρόπαιον Batr.159.    II Subst. μυοκτόνος, ὁ, = μυοφόνον, Nic. Al.36, 305.

German (Pape)

[Seite 218] Mäuse tödtend; Batrach. 161; ἀκόνιτον, Nic. Al. 36. 305.

Greek (Liddell-Scott)

μυοκτόνος: -ον, (κτείνω) = μυοφόνος, Βατραχομυομ. 159· ὁ μυοκτόνος, φυτόν τι, εἶδος ἀκονίτου, Νικ. Ἀλεξιφ. 36. 305.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tue les rats.
Étymologie: μῦς, κτείνω.

Greek Monolingual

-ο (ΑΜ μυοκτόνος, -ον)
αυτός που σκοτώνει τα ποντίκια («γαλῆν τῶν μυοκτόνων», Τζέτζ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το μυοκτόνο
φάρμακο με το οποίο εξολοθρεύονται τα ποντίκια, ποντικοφάρμακο
αρχ.
το αρσ. ως ουσ.μυοκτόνος
είδος του φυτού ακονίτου, το μυοφόνον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυς, μυός «ποντικός» + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. παιδο-κτόνος.

Greek Monotonic

μυοκτόνος: -ον (κτείνω), αυτός που φονεύει ποντίκια, σε Βατραχομ.

Russian (Dvoretsky)

μυοκτόνος: знаменующий избиение мышей (τρόπαιον Batr.).

Middle Liddell

μυο-κτόνος, ον κτείνω
mouse-killing, Batr.