παρασκεύασμα

Revision as of 15:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ατος, τό,    A arrangement, Aen. Tact.22.19 ; τὰ πρὸς τὴν ὑγίειαν π. X.Oec.11.19.

German (Pape)

[Seite 498] τό, das Zubereitete, Vorbereitete, neben ἄσκημα Xen. Oec. 11, 19.

Greek (Liddell-Scott)

παρασκεύασμα: τό, πᾶν ὅ,τι παρασκευάζει τις, ἑτοιμασία, Ξεν. Οἰκ. 11. 19.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
préparatif, exercice.
Étymologie: παρασκευάζω.

Greek Monolingual

-ατος, το, ΝΑ παρασκευάζω
το αποτέλεσμα της ενέργειας του παρασκευάζω
νεοελλ.
1. (ιστολ.) διατηρημένο τμήμα του ανθρώπινου σώματος, λ.χ. όργανα, ιστοί, κύτταρα, για παρατήρηση και διδασκαλία καθώς και κάθε βιολογικό δείγμα προετοιμασμένο με φυσικές ή χημικές μεθόδους για εξέταση στο μικροσκόπιο
2. (μικρβλ.) η εξάπλωση μικροβιοβριθούς υλικού στις αντικειμενοφόρες πλάκες, ο χρωματισμός και η σταθεροποίηση τών μικροβίων για να εξεταστούν στο μικροσκόπιο
3. (φαρμ.) μίγμα φαρμάκων έτοιμο για χρήση.

Greek Monotonic

παρασκεύασμα: -ατος, τό, οτιδήποτε παρασκευάζεται, παρασκεύασμα, μηχάνημα, σύνεργο, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

παρασκεύασμα: ατος τό подготовка, выработка: τὰ πρὸς τὴν ῥώμην παρασκευάσματα Xen. развитие (физической) силы.

Middle Liddell

παρασκεύασμα, ατος, τό, [from παρασκευάζω
anything prepared, apparatus, Xen.