πειρά

Revision as of 15:49, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A sharp point, κοπάνων A. Ch. 860 (anap.).

German (Pape)

[Seite 545] ἡ, Spitze, Schärfe, μιανθεῖσαι πειραὶ κοπάνων ἀνδροδαΐκτων, Aesch. Ch. 847, Schol. αἱ ἀκμαὶ τῶν ξιφῶν.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
pointe d’épée.
Étymologie: R. Περ, percer ; cf. πείρω, πόρπη, περόνη.

Greek Monolingual

ή, Α πείρω
(ποιητ. τ.) οξεία ακμή, κόψη, αιχμή («πειραὶ κοπάνων ἀνδροδαΐκτων», Αισχύλ.).

Russian (Dvoretsky)

πειρά: ᾶς ἡ острие, кончик (κοπάνων Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πειρά -ᾶς, ἡ [πείρω] scherpe punt.