προσεντείνω

Revision as of 19:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A strain still more: only in phrase π. πληγάς τινι proceed or continue to heap blows on one, D.21.12; π. ἑτέρας Plu.2.237d, cf. Luc.Tim.47:—Pass., become more tense, Herod.Med. in Rh.Mus.58.71.

German (Pape)

[Seite 759] (s. τείνω), noch dazu, noch mehr ausspannen; πληγάς τινι, noch dazu Schläge geben, Dem. 21, 12; auch ohne πληγάς, Plut. instit. lacon. p. 251.

Greek (Liddell-Scott)

προσεντείνω: ἐντείνω ἔτι μᾶλλον, πρ. πληγάς τινι, δέρω τινὰ ἔτι μᾶλλον, Δημ. 528. 25· πρ. ἑτέρας Πλούτ. 2. 237D, πρβλ. Λουκ. Τίμ. 47.

French (Bailly abrégé)

ao. προσενέτεινα, etc.
étendre ou allonger encore : πληγάς τινι asséner de nouveaux coups ; προσεντείνειν ἑτέρας (s.e. πληγάς) PLUT m. sign.
Étymologie: πρός, ἐντείνω.

Greek Monolingual

Α ἐντείνω
1. τεντώνω κάτι περισσότερο («ἐπειδὴ νοσοῡντα πρῴην εἶδὲ με... πληγὰς ὁ γενναῑος προσενέτεινεν», Λουκ.)
2. φρ. «προσεντείνειν πληγάς τινι» — εξακολουθώ να δέρνω κάποιον.

Greek Monotonic

προσεντείνω: μέλ. -τενῶ, τεντώνω, εντείνω ακόμα περισσότερο, προσεντείνω πληγάς τινι, δέρνω κάποιον με περισσότερα χτυπήματα, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

προσεντείνω: досл. сверх того вытягивать, перен. наносить (πληγάς τινι Dem., Luc., Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-εντείνω intensiveren;. π. πληγάς τινι iem. een pak slaag geven Dem. 21.12.

Middle Liddell

fut. -τενῶ
to strain still more, πρ. πληγάς τινι to lay more blows on one, Dem.