προσηκόντως

Revision as of 19:40, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

Adv.   A suitably, fitly, προσηκόντως τῇ πόλει = as beseems the dignity of the state, Th.2.43, cf. Pl.Lg.659b, Isoc.3.27, 6.70, Hyp.Eux.17, Men.Epit.490, etc.

German (Pape)

[Seite 764] adv. part. praes. von προσήκω, nach Gebühr, auf ziemende Weise, dem ὀρθῶς entsprechend, Plat. Legg. II, 659 b Xen. Mem. 3, 11, 6.

Greek (Liddell-Scott)

προσηκόντως: Ἐπίρρ., ἁρμοδίως, πρεπόντως, καλῶς, πρ. τῇ πόλει, ὡς ἁρμόζει εἰς τὴν ἀξιοπρέπειαν τῆς πόλεως, Θουκ. 2. 43· οὕτω καὶ Πλάτ. ἐν Νόμ. 659Β, Ἰσοκρ. 32C, 130D, Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξεν. 30, κτλ.

French (Bailly abrégé)

adv.
convenablement.
Étymologie: προσήκω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
επίρρ. όπως πρέπει, όπως ταιριάζει («προσηκόντως τῇ πόλει», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσῆκον, μτχ. του απρόσωπου προσήκει].

Greek Monotonic

προσηκόντως: επίρρ., κατάλληλα, ταιριαστά, δεόντως, προσηκόντως τῆ πόλει, όπως αρμόζει στην αξιοπρέπεια της πόλης, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

προσηκόντως: надлежащим образом, подобающе Thuc., Isocr., Xen., Plat., Arst., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσηκόντως [προσήκω] adv., op gepaste wijze, passend (bij); met dat.. προσηκόντως τῇ πόλει op een wijze die de stad waardig is Thuc. 2.43.1.

Middle Liddell


suitably, fitly, duly, πρ. τῇ πόλει as beseems the dignity of the state, Thuc. [from προσήκω

English (Woodhouse)

appropriately, becomingly, befittingly, fitly, fittingly, properly, suitably