σισυρνοδύτης

Revision as of 22:10, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[ῡ], ου, ὁ,    A one who wears a σίσυρνα, Lyc. 634.

German (Pape)

[Seite 884] ὁ, der in eine σίσυρνα kriecht od. schlüpft, mit einem Flausrocke bekleidet ist, Lycophr. 634.

Greek (Liddell-Scott)

σῐσυρνοδύτης: [ῠ], -ου, ὁ, ὁ ἐνδεδυμένος σίσυρναν, Λυκόφρ. 634. -Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ντυμένος με σίσυρνα, με κάπα ή γούνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίσυρνα, άλλος τ. του σισύρα «κάπα» + -δύτης (< δύω «βυθίζω, βουτώ»), πρβλ. ῥακο-δύτης, τρωγλο-δύτης.