ἀντιμάχομαι

Revision as of 14:00, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A fight against one, Th.4.68: abs., D.S.22.10.

German (Pape)

[Seite 255] (s. μάχομαι). dagegen kämpfen, Thuc. 4, 68; Widerstand leisten, τινί, Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιμάχομαι: μέλλ. -μαχήσομαι, ἀποθ., μάχομαι ἐναντίον τινός, τῶν προδιδόντων Μεγαρέων ἀντιμαχομένων Θουκ. 4. 68.

French (Bailly abrégé)

ao. ἀντεμαχεσάμην;
lutter contre, résister.
Étymologie: ἀντί, μάχομαι.

Spanish (DGE)

luchar enfrente, como enemigo abs. Th.4.68, D.C.65.13.3, 43.17.3
resistir, presentar batalla, defenderse D.S.22.10, τοὺς ἀντιμαχομένους ἀποκτιννύειν X.Eph.1.13.2, c. dat. τῷ πάθει Plu.Fluu.14.1, τὸ ἀντιμαχόμενον αὐτῷ Σῶον Horap.1.6.

Greek Monolingual

(AM ἀντιμάχομαι)
μάχομαι εναντίον κάποιου, καταπολεμώ
νεοελλ.
1. εχθρεύομαι, αποστρέφομαι
2. προβάλλω αντίσταση
3. (μτχ.) τα αντιμαχόμενα
ρητορικό σχήμα με το οποίο αποδεικνύεται το άτοπο ενός ισχυρισμού, ο οποίος δεν συμβιβάζεται με τη φύση του προσώπου που κρίνεται.

Greek Monotonic

ἀντιμάχομαι: μέλ. -μᾰχήσομαι, αποθ., μάχομαι εναντίον κάποιου, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιμάχομαι: противоборствовать, сопротивляться (Thuc.; τινι Plut.).

Middle Liddell

Dep. to fight against one, Thuc.