ἀποστηθίζω

Revision as of 15:05, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

(στῆθος)    A repeat by heart, EM277.56, David Proll.5.22.

German (Pape)

[Seite 327] (von der Brust weg) aus dem Stegereif, ohne Künstelei reden, Damascius bei Suid. v. Σαλούστιος, im Ggstz von γράφειν εἰς κάλλος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποστηθίζω: (στῆθος), λέγω ἢ ἀπαγγέλω τι ἀπὸ στήθους, «ἄπ’ ἔξω», Ἀθανάσ., κλπ., πρβλ. Εὐστ. 974. 7: - Ἐντεῦθεν οὐσιαστ. -ισμός, ό, ἀπαγγελία ἀπὸ στήθους, Ἐπιφάν.

Spanish (DGE)

1 saber de memoria παλαιὰν καὶ καινὴν γραφὴν ἀποστηθίσας Pall.H.Laus.11.4, del filósofo πολλά Dauid Prol.5.22, cf. EM 277.56G.
2 repetir de memoria οὐ γάρ ἐστι ταὐτὸν ἐς πλῆθος ἀποστηθίζειν Dam.Fr.138 (p.119).

Greek Monolingual

ἀποστηθίζω) στήθος
μαθαίνω ή λέγω κάτι απέξω, απομνημονεύω.