Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

απομνημονεύω

From LSJ

Greek Monolingual

ἀπομνημονεύω)
προσπαθώ να συγκρατήσω, συγκρατώ στη μνήμη μου, αποστηθίζω
αρχ.
1. διηγούμαι από μνήμης
2. ανακαλώ στη μνήμη μου
3. «ἀπομνημονεύω τινί τι»
ἔχω ἄσχημη ἐντύπωση, σκέπτομαι κακό για κάποιον
4. φρ. «ἀπομνημονεύω ὄνομα» — δίνω όνομα για ανάμνηση κάποιου πράγματος.