ἀρυστήρ

Revision as of 15:50, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[ᾰ], ῆρος, ὁ,    A = ἀρυτήρ, Alc.Supp.4.9, Semon.25, Hp.Genit. 9, Inscr.Cos42b, IG11.154A66, 161 C63 (Delos, iii B.C.): dat. pl. ἀρυστήρεσσι Call.Aet.1.1.17: name of a liquid measure, Hdt.2.168.

German (Pape)

[Seite 364] ion. = ἀρυτήρ, Her. 2, 168; Simon. Ath. X, 424 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρυστήρ: ῆρος, ὁ, = ἀρυτήρ, Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 28· μέτρον ὑγρῶν, οἴνου τέσσερες ἀρυστῆρες Ἡρόδ. 2. 168.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
sorte de cuiller.
Étymologie: ἀρύω.

Spanish (DGE)

-ῆρος, ὁ

• Alolema(s): lesb. ἀρύστηρ Alc.58.9

• Prosodia: [ᾱ-]

• Morfología: [dat. plu. ἀρυστήρεσσι Call.Fr.178.17]
1 cazo, cacillo para sacar y beber vino, copa ν ἀρύστηρ' ἐς κέραμον μέγαν Alc.l.c., ἀ. τρυγός Semon.23, cf. IC 42b5, IG 11(2).154A.66 (Delos III a.C.), Call.l.c., Poll.6.19, Hsch., εἴ τις σίκυον ... θείη ἐς ἀρυστῆρα si alguien mete un pepino en un cacillo Hp.Genit.9.
2 medida para líquidos οἴνου τέσσερες ἀρυστῆρες Hdt.2.168.

Greek Monolingual

ἀρυστήρ, ο (Α) αρύω
αγγείο για μέτρηση υγρών.

Greek Monotonic

ἀρυστήρ: -ῆρος, ὁ (ἀρύω), κύπελλο ή κουτάλα, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀρυστήρ: ῆρος (ᾰ) ὁ ковш (служивший у египтян мерой жидкостей) (οἴνου τέσσερες ἀρυστῆρες Her.).

Middle Liddell

ἀρύω
a cup or ladle, Hdt.