ἐκτότης

Revision as of 17:35, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ητος, ἡ,    A being ἐκτός, absence, νόσου Gal.10.54.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτότης: -ητος, ἡ, τὸ εἶναι ἐκτός, ἀπουσία, νόσου Γαλην. 10. 54.

Spanish (DGE)

-ητος, ἡ ausencia νόσου Gal.10.54, ὑγείας Gal.10.56.

Greek Monolingual

ἐκτότης, η (Α)
το να είναι κάποιος ή κάτι εκτός, η έλλειψη, η απουσίαεκτότης νόσου» — απουσία νόσου, Γαλην.).