ἱππιατρός

Revision as of 23:50, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

(on the accent v. Hdn. Gr.1.229), ὁ,    A veterinary surgeon, farrier, IG9(2).69.5 (ii B.C.), PGen.42.35 (iii A.D.), Hippiatr.12, etc.; cf. ἱπποϊατρός:—Adj. ἱππιατρ-ικός, ή, όν, of orfor farriery: ἱππιατρικόν, τό, a work on farriery, Suid. s.v. Χείρων: -κά, τά, title of extant compilation: also -κόν, τό, tax on farriers, PHib.1.45.21 (iii B.C.).

Greek (Liddell-Scott)

ἱππιᾰτρός: (οὐχὶ ἱππίατρος, Ἀρκάδ. 86. 19), ὁ, ἵππων ἰατρός, συχν. ἐν Ἱππιατρ.· - ἱππιατρικός, ή, όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς θεραπείαν ἵππων, ἱππ. φάρμακον Δημητρ. Ἱερακοσόφ. σ. 158· - ἱππιατρικόν, τό, σύγγραμμα περὶ θεραπείας ἵππων, Σουΐδ.· ἐν λ. Χείρων· σῴζεται εἰσέτι βιβλίον συγγραφὲν ὑπό τινος μεταγεν. συγγραφέως, φέρον τὴν ἐπιγραφήν: τῶν Ἱππιατρικῶν βιβλία δύο.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ἱππίατρος, Α και ἱππιατρός, Μ και ἱπποϊατρός)
ο ειδικός στη θεραπεία τών ίππων, γιατρός τών αλόγων.