ἴτης
English (LSJ)
ου, ὁ, A = ἰταμός, Ar.Nu.445, Pl.Smp.203d; ἴτας γε ἐφ' ἃ οἱ πολλοὶ φοβοῦνται ἰέναι Id.Prt.349e, cf. 359c; ἴ. καὶ πολυπράγμων D.C.55.18.
German (Pape)
[Seite 1274] ὁ (εἶμι, vgl. ἰταμός), der dreist, keck auf Etwas losgeht, auch tadelnd, frech, unverschämt, Ar. Nubb. 445, neben θρασύς, τολμηρός, Schol. ἀναιδής. Bei Plat. neben ἀνδρεῖος καὶ σύντονος, Conv. 203 d, vgl. Prot. 349 e; Sp., D. Cass. 55, 18 ἴτης καὶ πολυπράγμων.
Greek (Liddell-Scott)
ἴτης: -ου, ὁ, = ἰταμός, θρασύς, τολμηρός, ῥιψοκίνδυνος, Ἀριστοφ. Νεφ. 445, Πλάτ. Συμπ. 203D· καὶ ἴτας γε ἐφ’ ἃ οἱ πολλοὶ φοβοῦνται ἰέναι ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 349Ε, πρβλ. 349C.
French (Bailly abrégé)
ου;
qui marche en avant ; résolu, brave.
Étymologie: εἶμι.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἴτης: -ου, ὁ, = ἰταμός, σε Αριστοφ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἴτης: ου (ῐ) ὁ εἶμι (= ἰταμός)
1) смелый, отважный, решительный (ἀνδρεῖος καὶ ἴ. Plat.);
2) дерзкий, наглый (τολμηρὸς καὶ ἴ. Arph.).