ὑπεξαφύομαι

Revision as of 08:25, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

Pass.,    A to be drained off, of streams that lose themselves in the sand, A.R.2.983.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεξᾰφύομαι: Παθ, ἐξαντλοῦμαι, ἐκλείπω, ἐπὶ ῥυάκων ὧν τὰ ὕδατα ἐκλείπουσιν ἐντὸς τῆς ἄμμου, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 983.

Greek Monolingual

Α
(ποιητ. τ.) (για ρυάκι του οποίου τα νερά χάνονται μέσα στην άμμο) εξαντλούμαι, εκλείπω, εξαφανίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐξαφύω «αντλώ από δοχείο, εξαντλώ»].