ἀγελάρχης, ο (AM)1. οδηγός αγέλης, αρχηγός ομάδας ανθρώπων ή ζώων, βοσκός, ποιμενάρχης2. το ζώο που παίζει ρόλο αρχηγού στην αγέλη.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγέλη + ἄρχω.ΠΑΡ. ἀγελαρχία, ἀγελαρχῶ)].