η (Α ἀηδία)1. αηδιαστική γεύση, ανοστιά, σιχασιά2. αηδιαστικό αίσθημα, αποστροφή, απέχθεια, αντιπάθειανεοελλ.ανόητος λόγος, βλακεία, σαχλαμάρααρχ.1. δυσαρέσκεια2. μισητή, οχληρή παρουσία.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αηδής.ΠΑΡ. αηδιάζω].