αιτιολογώ

Revision as of 22:50, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(-έω) (Α αἰτιολογῶ)
ερευνώ, εξηγώ, αναφέρω την αιτία, δικαιολογώ
νεοελλ.
διατυπώνω λογικά επιχειρήματα για την υποστήριξη μιας γνώμης, μιας αποφάσεως ή ενέργειας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αιτία + -λογώ < -λογος < λέγω.
ΠΑΡ. αιτιολογία, αιτιολογικός
αρχ.
αἰτιολόγημα, αἰτιολογητέον
μσν.
αἰτιολογισμός
νεοελλ.
αιτιολόγηση].