δικαιολογώ

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source

Greek Monolingual

(AM δικαιολογῶ, -έω)
υπερασπίζω το δίκαιο κάποιου, εγκρίνω
μσν.- νεοελλ.
δέχομαι κάτι ως ορθό
νεοελλ.
1. αποκρούω κατηγορία, παρουσιάζω τις ενέργειες κάποιου ως σωστές
2. δίνω χαρακτήρα, βάση νομιμότητας σε πράξεις, καταστάσεις κ.λπ.
μσν.
ασχολούμαι με το δίκαιο, αποδίδω δικαιοσύνη
αρχ.
1. (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) Ι. ὁ δίκαιολογῶν
ο συνήγορος
II. μέσ.
1. απολογούμαι στο δικαστήριο
2. ελέγχω, νουθετώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίκαιον + -λογώ < -λόγος < λέγω.