αλία

Revision as of 23:00, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(I)
ἁλία, η (Α)
1. λαϊκή συνάθροιση, συνέλευση
2. στις δωρικές πόλεις σήμαινε τη συνέλευση του λαού, που αντιστοιχούσε με την αττική ἐκκλησία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁλής.
ΠΑΡ. αρχ.. ἁλιαῖος, ἁλιαία, και αττ. τ. ἡλιαία, ἁλιαστάς].
(II)
ἁλία και ἅλια, η (Α) ἅλς
σκεύος μέσα στο οποίο έτριβαν ή φύλαγαν το αλάτι, γουδί, αλατοθήκη.
(III)
ἁλία, η (Α)
η αλιεία.