αμάθητος

Revision as of 23:25, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀμάθητος, -ον)
αυτός που αγνοεί κάτι, αμαθής, αδαής
νεοελλ.
1. αυτός που δεν μελετήθηκε, που δεν τον μελέτησε κανείς
2. αυτός που δεν εξασκήθηκε σε κάτι, ασυνήθιστος, άπειρος
3. απονήρευτος, αγνός
4. αυτός που δεν έγινε γνωστός, δεν διαδόθηκε, ακοινολόγητος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + μαθητός < ἔμαθον, μανθάνω.