κατάκοιτος

Revision as of 10:45, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A in bed: at rest, quiet, Ibyc.1.7.

German (Pape)

[Seite 1355] im Bette ruhend, ἔρος Ibyc. 1 bei Ath. XIII, 601 b.

Greek (Liddell-Scott)

κατάκοιτος: -ον, ὁ ἐπὶ τῆς κλίνης, ἥσυχος, αὐτόθι 1.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κατάκοιτος, -ον)
νεοελλ.-μσν.
αυτός που μένει ξαπλωμένος στο κρεβάτι από κάποια αρρώστια, κρεβατωμένος
αρχ.
αυτός που αναπαύεται στο κρεβάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κοιτος (< κοίτη ή κοῖτος), πρβλ. από-κοιτος, πρό-κοιτος].