κερδαλεόφρων

Revision as of 12:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, gen. ονος, A greedy of gain, Il.1.149, 4.339; crafty, Opp.C.2.29.

German (Pape)

[Seite 1423] ονος, schlaues, listiges Sinnes, der aus Allem Vortheil zu ziehen weiß; Il. 1, 149. 4, 339; Opp. Cyn. 2, 29.

Greek (Liddell-Scott)

κερδᾰλεόφρων: -ον, πανοῦργος, πανούργως διανοούμενος, Ἰλ. Α. 149., Δ. 339, Ὀππ. Κυνηγ. 2. 29.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
à l’esprit rusé, astucieux.
Étymologie: κερδαλέος, φρήν.

English (Autenrieth)

with mind bent on gain, greedy-minded, Il. 1.149; craftyminded, Il. 4.339.

Greek Monolingual

κερδαλεόφρων, -ον (Α)
1. αυτός που επιθυμεί, που επιζητεί με κάθε τρόπο το κέρδος
2. πανούργος, δόλιος, πολυμήχανος («καὶ σὺ κακοῑσι δόλοισι κεκασμένε, κερδαλεόφρον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κερδαλέος + -φρων (< φρήν), πρβλ. ολβιό-φρων, πιστό-φρων].

Greek Monotonic

κερδᾰλεόφρων: -ον (φρήν), αυτός που έχει πανούργο μυαλό, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

κερδᾰλεόφρων: 2, gen. ονος корыстолюбивый, алчный (Ἀγαμέμνων, Ὀδυσσεύς Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κερδαλεόφρων -ον [κερδαλέος, φρήν] op voordeel gericht, slim.

Middle Liddell

φρήν
crafty-minded, Il.