λικνίζω

Revision as of 14:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A = λικμάω, PFay.102.30 (ii A.D.), Gloss.

German (Pape)

[Seite 47] = λικμάω.

Greek (Liddell-Scott)

λικνίζω: (λίκνον) = λικμάω «λιχνίζω»· ὡσαύτως λεικνίζω, Γλωσσ.

Greek Monolingual

λικνίζω) λίκνον
νεοελλ.
1. κινώ παλινδρομικά την κούνια για να κοιμίσω το μωρό μέσα σ' αυτήν
2. (γενικά) κινώ κάτι παλινδρομικά σαν κούνια
3. καθησυχάζω, βαυκαλίζω, αποκοιμίζω κάποιον με απατηλές ελπίδες
αρχ.
λικμίζω, λιχνίζω.