μελαμπόρφυρος

Revision as of 15:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A dark purple, Poll.4.119.

German (Pape)

[Seite 118] dunkelpurpurfarbig, Poll. 4, 119.

Greek (Liddell-Scott)

μελαμπόρφῠρος: -ον, ὁ ἔχων χρῶμα πορφυροῦν μελανίζον, Πολυδ. Δ΄, 119.

Greek Monolingual

μελαμπόρφυρος, -ον (Α)
αυτός ο οποίος έχει χρώμα πορφυρό που μελανίζει, βαθύς πορφυρός, μαυροκόκκινος («μελαμπόρφυρον ἱμάτιον», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + πορφύρα (πρβλ. αλι-πόρφυρος, παμ-πόρφυρος)].