μελλόγαμος

Revision as of 15:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A betrothed, S.Ant.628 (codd. plurimi, anap.), Theoc.22.140, Euph. 7.

German (Pape)

[Seite 125] im Begriff zu heirathen, der Verlobte, die Braut; Soph. Ant. 624; Euphor. bei Schol. Ap. Rh. 1, 1063; γαμβρός, Theocr. 22, 140.

Greek (Liddell-Scott)

μελλόγᾰμος: -ον, ὁ μέλλων ἐντὸς ὀλίγου νὰ ἔλθῃ εἰς γάμον, Σοφ. Ἀντ. 628 (ἔνθα ἴδε σημ. Jebb), Θεόκρ. 22. 140, Εὐφορίων παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1063· - παρ’ Ἀρκαδ. μελλέγαμος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est sur le point de se marier.
Étymologie: μέλλω, γάμος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μελλόγαμος και μελλέγαμος, -ον)
μελλόνυμφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + γάμος (πρβλ. πικρό-γαμος, φιλό-γαμος)].

Greek Monotonic

μελλόγᾰμος: -ον, αυτός που πρόκειται να παντρευτεί σύντομα, σε Σοφ., Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

μελλόγαμος: готовящийся вступить в брак (τᾶλις Soph.; γαμβρός Theocr.).

Middle Liddell

μελλό-γᾰμος, ον
betrothed, Soph., Theocr.