νηπιαχεύω

Revision as of 16:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A to be childish, play like a child, Il.22.502:—Med., Rh.Mus.1879.195 (Rome).

Greek (Liddell-Scott)

νηπῐᾰχεύω: πράττω τὰ συνήθη τοῖς νηπίοις, Ἰλ. Χ. 502.

French (Bailly abrégé)

agir comme un petit enfant.
Étymologie: νηπίαχος.

English (Autenrieth)

play like a child, part., Il. 22.502†.

Greek Monolingual

νηπιαχεύω (Α)
(το ενεργ. και το μέσ.) ενεργώ ή συμπεριφέρομαι σαν να είμαι νήπιο, παιδιαρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νηπίαχος «νήπιο» αντί νηπιαχώ (πρβλ. ποντοπορώ: ποντο-πορεύω)].

Greek Monotonic

νηπῐᾰχεύω: φέρομαι παιδιάστικα, παιδιαρίζω, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

νηπιᾰχεύω: по-детски играть, резвиться как ребенок Hom.

Middle Liddell

νηπιᾰχεύω,
to be childish, play like a child, Il. [from νηπίᾰχος]