σκίρτημα

Revision as of 09:16, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ατος, τό, A bound, leap, esp. of restive or frightened animals, ἐμμανεῖ σ. ᾖσσον A.Pr.675, cf. 599 (lyr.); ποδῶν σκιρτήματα ἔλαυνε E.HF836, cf. Hec.526, etc.

German (Pape)

[Seite 900] τό, Sprung, Tanz; ἐμμανεῖ σκιρτήματι ᾖσσον, Aesch. Prom. 678; Βάκχου, Eur. Bacch. 169; ποδῶν σκιρτήματα, Herc. Fur. 836; Sp., wie Plut., Luc. Bacch. 5.

Greek (Liddell-Scott)

σκίρτημα: τό, τίναγμα, πήδημα, μάλιστα ἐπὶ δυσπειθῶν ἢ πεφοβησμένων ζῴων, σκιρτημάτων δὲ νήστισιν αἰκίαις λαβρόσυτος ἦλθον Αἰσχύλ. Πρ. 600, πρβλ. 675· ποδῶν σκιρτήματα ἔλαυνε Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 236, πρβλ. Ἑκ. 526, κτλ. - Ἐντεῦθεν ἐπίρρ. σκιρτηματικῶς, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 1125.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
bond, danse.
Étymologie: σκιρτάω.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ σκιρτῶ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σκιρτώ
μσν.
φρ. «σκιρτήματα της σαρκός» — σεξουαλικές ορμές, επιθυμίες.

Greek Monotonic

σκίρτημα: -ατος, τό, τίναγμα, άλμα, πήδημα, αναπήδημα, χοροπήδημα, σε Αισχύλ., Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκίρτημα -ατος, τό [σκιρτάω] sprong, danspas, buiteling.

Russian (Dvoretsky)

σκίρτημα: ατος τό прыжок, скачок Aesch., Eur., Plut., Luc.

Middle Liddell

σκίρτημα, ατος, τό, [from σκιρτάω
a bound, leap, Aesch., Eur.

English (Woodhouse)

leap, spring