λαβρόσυτος
From LSJ
English (LSJ)
λαβρόσυτον, (σεύω) rushing furiously, A.Pr.600 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 2] ἦλθον, schnell fortgerissen, in stürmischer Hast, Aesch. Prom. 603, früher λαβρόσσυτος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui s'élance impétueusement.
Étymologie: λάβρος, σεύω.
Russian (Dvoretsky)
λαβρόσῠτος: бурно устремляющийся, стремительный Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
λαβρόσῠτος: -ον, (σεύω) μανιωδῶς ὁρμῶν, ὁρμητικώτατος, Αἰσχύλ. Πρ. 601 (Λυρ).
Greek Monolingual
λαβρόσυτος, -ον (Α)
αυτός που ορμά με μανία, με θυελλώδη ταχύτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάβρος + -συτος (< σεύομαι «ορμώ, εκτοξεύω»), πρβλ. θεόσυτος].
Greek Monotonic
λαβρόσῠτος: -ον (σεύω), αυτός που ορμά με μανία, ορμητικώτατος, βίαιος, σε Αισχύλ.