ἀνέζω

Revision as of 17:50, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

pres. not found, A set upon, ἐς δίφρον ἀνέσαντες Il.13.657; εἰς εὐνὴν ἀνέσαιμι 14.209, cf. 1.310 (tm.); restore to one's place. οὐκ οἶδ' ἢ κέν μ' ἀνέσει θεός Od.18.265:—Pass., sit upright, ἀνὰ δ' ἕζετο σιγῆ A.R.1.1170, 4.1332.

German (Pape)

[Seite 220] hinaussetzen; Hom. Iliad. 13, 657 ἐς δίφρον δ' ἀνέσαντες ἄγον, sie setzten ihn (einen Todten) auf den Wagen; Apoll. Rhod. las ἀναθέντες, s. Scholl. Didym.; die Lesart ἀνέσαντες könnte vielleicht auch von ἀνίημι abgeleitet werden; vgl. Iliad. 21, 537 ἄνεσαν πύλας, 14, 209 εἰ κείνω εἰς εὐνὴν ἀνέσαιμι ὁμωθῆναι φιλότητι; zu ἀνέζω zieht man auch Apoll. Rhod. 4, 1332 Ἰήσων παπτήνας ἀν ἄρ' ἕζετ' ἐπὶ χθονός, ὧδέ τ' ἔειπεν.

Spanish (DGE)

I 1colocar, ponerεἰς δίφρον Il.13.657, εἰς εὐνήν Il.14.209.
2 devolver a su puesto οὐκ οἶδ' ἤ κέν μ' ἀνέσει θεός Od.18.265.
II v. med. sentarse ἀνὰ δ' ἕζετο σιγῇ A.R.1.1170, ἐπὶ χθονός A.R.4.1332.

Greek Monolingual

ἀνέζω (Α) (άχρηστος ενεστώτας) έζομαι
1. καθίζω, τοποθετώ
2. αποκαθιστώ στη θέση του
3. (-ομαι) κάθομαι
ἀνέζομαι
κάθομαι, ανακαθίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνέζω: praes. к ἀνεῖσα.