ἀποκλύζω

Revision as of 20:20, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A wash off, [πίσσαν] εἰς οἶνον Erasistr. ap. Philum.Ven.17.12: metaph., τὸν λόγον ἀ. τῆς ψυχῆς Plu.Cic.32; wash clean, σέρεις Diog.Ep.32.1; ἔρια PHolm.27.2; rinse the mouth, Gp.14.17.5:— Pass., Thphr.HP8.6.5, Arist.Mu.397a34. II in Med., D.S.4.51: metaph., ποτίμφ λόγῳ ἀλμυρὰν ἀκοὴν ἀ. Pl.Phdr.243d: hence, avert by purifications, ὄνειρον Ar.Ra.1340.

German (Pape)

[Seite 307] ab-, wegspülen, ὄνειρον ἀποκλύσω Ar. Ran. 1340; med. ἀποκλύσασθαι, Plat. Phaedr. 243 d, wie Arist.; Plut. Cic. 32.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκλύζω: μέλλ. -ύσω, ἀποπλύνω, ὅτανὕδωρ ἐπιγινόμενον ἀποκλύσῃ τὴν ἅλμην Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 5. 9, 6: ― Παθ., Ἀριστ. π. Κόσμ. 5. 12. ΙΙ. κατὰ μέσ. τύπ., Διόδ. 4. 51· μεταφ., ποτίμῳ λόγῳ… ἁλμυρὰν ἀκοὴν ἀπ. Πλάτ. Φαῖδρ. 243D: ― ἐντεῦθεν, ἀποτρέπω διὰ καθαρμῶν, ὄνειρον Ἀριστοφ. Βατρ. 1340.

French (Bailly abrégé)

effacer en lavant;
Moy. ἀποκλύζομαι m. sign.
Étymologie: ἀπό, κλύζω.

Spanish (DGE)

1 lavar c. ac. de la cosa lavada σέρεις Diog.Ep.32.1, ἔρια PHolm.159, en v. pas. αὐτὰ (χρυσία) ἀποκλυσθέντα Philostr.VA 6.37
enjuagar la boca Gp.14.17.5
mojar (τὸν δάκτυλον) εἰς οἶνον Erasistr. en Philum.Ven.17.12
azotar, alcanzar el mar una roca, A.R.1.366
bañar ὑγρὰ δὲ τὴν σὴν κύματ' ἀφ' ἱμερτὴν ἔκλυσεν ἡλικίην Anacr.193.4
en v. med. lavarse τὸ σῶμα πᾶν D.S.4.51
fig. ποτίμῳ λόγῳ ... ἁλμυρὰν ἀκοήν Pl.Phdr.243d, cf. Aristid.Quint.91.29.
2 eliminar mediante lavado, limpiar de c. ac. de la cosa eliminada πᾶσαν αὐτὴν (sc. γύψον) ἀπέκλυσεν D.C.Epit., Epit.Xiph.61.7.4, fig. τὸν λόγον ... τῆς ψυχῆς Plu.Cic.32, πᾶσαν λύπην M.Ant.4.3
en v. pas. ἀποκλυσθείσης τῆς ἅλμης Thphr.HP 8.6.5, ἀποκλύζεται πάντα τὰ νοσώδη Arist.Mu.397a34, c. gen. τῶν ἐνδυμάτων πάσης κηλίδος ἀποκλυσθέντων τῷ ὕδατι Gr.Nyss.V.Mos.83.10
limpiar mediante purificación, purificar θεῖον ὄνειρον Ar.Ra.1340, ὅρκῳ ἀποκλύσαντες librándose de culpabilidad con un juramento, SB 4638.16 (II d.C.).

Greek Monolingual

ἀποκλύζω (Α)
1. ξεπλένω καλά, αποτρέπω κάτι με καθαρμούς.

Greek Monotonic

ἀποκλύζω: μέλ. -ύσω, αποπλύνω, ξεπλένω· μεταφ. στη Μέσ., καθαίρω, εξαγνίζω, σε Πλάτ.· αποτρέπω, εξορκίζω με καθαρτήριες τελετές, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποκλύζω:
1) смывать, омывать (ὄμβροις ἀποκλύζεσθαι Arst.);
2) перен. отвращать искупительными обрядами (θεῖον ὄνειρον Arph.);
3) med. смывать с себя, очищаться (ποτίμῳ λόγῳ ἁλμυρὰν ἀκοήν Plat., Plut.): πᾶν τὸ σῶμα τὰς τῶν φαρμάκων δυνάμεις ἀπέκλυζεν Diod. (Пелий) смыл со всего (своего) тела эти снадобья.

Middle Liddell


to wash away: metaph. in Mid. to purge, Plat.: to avert by purifications, Ar.