ἁλίβαπτος

Revision as of 23:50, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A dipped in sea, drowned therein, Nic.Al.618 [where ᾰλι- metri gr.]. II a purple bird, Alcm.126, Alc.122 (cod. Hsch.ἀλί-).

German (Pape)

[Seite 95] ins Meer getaucht, Nic. Al. 618, der ι lang braucht. Nach VLL. auch purpurn.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλίβαπτος: -ον, ὁ βεβαπτισμένος, βεβυθισμένος ἐν τῇ θαλάσσῃ, ὁ ἐν αὐτῇ πνιγείς, Νικ. Ἀλεξιφ. 618 [[[ἔνθα]] ᾰλῑἐν ἄρσει].

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [ᾰλῐ-]
purpúreode cierto tipo de ave, Alcm.166, cf. Nic.Al.605 (var.).

Greek Monolingual

ἁλίβαπτος, -ον (Α)
1. αυτός που βυθίστηκε ή πνίγηκε στη θάλασσα
2. που έχει το χρώμα της θαλασσινής πορφύρας, πορφυρός, κόκκινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + βαπτὸς < βάπτω «βυθίζω, βουτώ»].