ἐκτίλλω

Revision as of 01:35, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

fut. A ἐκτῐλῶ Hsch. s.v. ἐκποκιῶ: aor. inf. ἐκτῖλαι· ἐκτινάξαι, Id.:—Pass., fut. ἐκτῐλήσομαι LXXSi.40.16: aor. 2 ἐξετίλην [ῐ] Dsc.Eup.1.52, Thd.Da.7.4:—pluck out, τρίχας Arist.HA603b22; πτερόν ib.519a27 (Pass.); of a person, κόμην ἐκτετιλμένος Anacr.21.11. II pluck, strip bare, τὴν τράμιν Hippon.84; τὴν ῥοδωνιάν D. 53.16. 2 strip the leaves off, ὀρίγανον, κρόμμυον, Arist.Mir.831a30, Pr.924a32. -τιλτέον, one must pluck out, τὰς τρίχας Aët.9.8.

German (Pape)

[Seite 781] ausrupfen, Haare, Arist. H. A. 3, 11, wie ἐκτετιλμένος πώγωνα Anacr. 66, 9; ausreißen, τὴν ῥοδωνιάν Dem. 53, 16; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτίλλω: μέλλ. -τῐλῶ, μαδῶ, τρίχας Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 21, 5, κ. ἀλλ.· πτερὸν αὐτόθι 3. 12, 5: - Παθ., ἐπὶ ἀνθρώπου, κόμην ἐκτετιλμένος Ἀνακρ. 19. ΙΙ. μαδῶ, γυμνώνω, τὴν τράμην Ἱππῶναξ ἐν Ἀποσπ. 81· τὴν ῥοδωνιὰν Δημ. 1251. 28. 2) ἀφαιρῶ τὰ φύλλα ἀπό τινος, ὀρίγανον, κρόμμυον Ἀριστ. π. Θαυμ. 41, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, 7.

French (Bailly abrégé)

1 en parl. de pers. arracher les cheveux;
2 en parl. d’animaux arracher les poils ou les plumes;
3 en parl. de fruits ôter les feuilles, la pelure;
4 p. ext. arracher (un plant, une fleur, etc.).
Étymologie: ἐκ, τίλλω.

Spanish (DGE)

1 arrancar, sacar de raíz τὴν ῥοδωνιάν D.53.16, τὴν ὀρίγανον Arist.Mir.831a30, cf. HA 612a27, τὰ κρόμμυα Arist.Pr.924a32, τὴν πόαν Thphr.CP 3.16.3, πεφυτευμένον LXX Ec.3.2, τοὺς κλάδους LXX Da.4.14θ, τὴν ὑπ' ἐμοῦ κατεσπαρμένην λινοκαλάμην BGU 1818.15 (I a.C.)
plumas, cabellos, partes del cuerpo αἵ ... θήλειαι ... ἐκτίλλουσιν αὐτοῦ τὰ πτερά las hembras lo despluman Ar.Au.286, τοὺς ὀδόντας καὶ τοὺς ὄνυχας Aesop.145.2, τοῦ λέοντος ... τὴν κόμην Arr.Epict.3.1.45
c. ac. de pers. y gen. de cosa αὐτόν τις τῶν τριχῶν τοῦ γενείου ἐκτίλας ... D.C.76.4.4, sólo c. gen. de cosa ὁ δὲ ἀσθενὴς (ἀνὴρ) τοῦ ἰσχυροῦ (ἵππου) κατὰ μίαν τῶν τριχῶν ἐξέτιλλεν el (individuo) débil arrancaba uno a uno los pelos del (caballo) robusto Plu.Sert.16.7, c. prep. ἐκ: τρίχας ἐκ τῆς λοφιᾶς (τῶν ὑῶν) Arist.HA 603b22, ἐκ τῆς κεφαλῆς τὰς πολιάς D.S.33.7, en v. pas. ἐκτιλλόμεναι αἱ τρίχες ... ἀναφύονται Arist.HA 518b12, cf. 14, οὐκ ἀναφύεται δὲ ἐκτιλθὲν ... τῶν μελιττῶν τὸ πτερόν Arist.HA 519a27, c. ac. de rel. κόμην πώγωνά τ' ἐκτετιλμένος (Ἀρτέμων) Anacr.82.9.
2 fig. arrancar, extirpar, erradicar τὰ ζιζάνια τῆς ἁμαρτίας Mac.Aeg.Hom.28.3, c. prep. ἐκτίλαι σε ... ἀπὸ σκηνώματος LXX Ps.51.7, ὁ θεὸς ... ἐξέτιλε τὸ ῥίζωμά σου ἐκ γῆς ζώντων Cyr.Al.Hom.Diu.5 (ACO 1.1.2, p.104), en v. pas. ἐκτιλήσεται ἡ βασιλεία αὐτοῦ LXX Da.11.4θ, cf. Herm.Sim.5.2.5.

Greek Monolingual

ἐκτίλλω (Α)
1. μαδώ, αφαιρώ τραβώντας κάτι, αποσπώ
2. απογυμνώνω ή απαλλάσσω κάτι από τις τρίχες ή τα φτερά, τα φύλλα κ.λπ.

Greek Monotonic

ἐκτίλλω: μέλ. -τῐλῶ, μαδώ, ξεριζώνω τρίχες — Παθ., κόμην ἐκτετιλμένος, αφαίρεση μαλλιών κάποιου, σε Ανακρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκτίλλω: (fut. ἐκτῐλῶ)
1) выщипывать, вырывать, выдергивать (τρίχας, πτερόν Arst.; μίαν τῶν τριχῶν Plut.; ἐκτετιλμένος πώγωνα Anacr.);
2) очищать от шелухи (τὰ κρόμμυα, τὴν ὀρίγανον Arst.);
3) обрывать (τὴν ῥοδωνιάν Dem.).

Middle Liddell

fut. -τῐλῶ
to pluck out hair:—Pass., κόμην ἐκτετιλμένος having one's hair plucked out, Anacr.