ἐπιστολεύς

Revision as of 09:40, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

έως, ὁ, (ἐπιστολή) A secretary, τοῦ Αὐτοκράτορος IG14.1085; also in Persia, Suid. s.v. ἐπιστέλλει. II. among the Spartans, admiral second in command, vice-admiral, X.HG2.1.7,4.8.11, Plu.Lys.7; he carries dispatches, X.HG1.1.23.

German (Pape)

[Seite 984] ὁ, 1) der Unteradmiral, zweiter Schiffsbefehlshaber bei den Lacedämoniern, Xen. Hell. 1, 1, 23. 2, 1, 7; Plut. Lys. 7; vgl. Poll. 1, 96. – 2) Sp. auch Briefschreiber, Briefträger.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιστολεύς: έως, ἡ, (ἐπιστολὴ) γραμματεύς, τοῦ Αὐτοκράτορος Συλλ. Ἐπιγρ. 5900, πρβλ. Σουΐδ. ἐν λ. ἐπιστέλλω. ΙΙ. παρὰ τοῖς Σπαρτιάταις, ὑποναύαρχος, Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 7., 4. 8, 11, κτλ.· φαίνεται δὲ ὅτι οὗτος ἦτο καὶ κομιστὴς ἐπιστολῶν (ἐπιστολιαφόρος), αὐτόθι 6. 2, 25, πρβλ. 1. 1, 23.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
commandant en second d’une escadre, vice-amiral à Lacédémone.
Étymologie: ἐπιστέλλω.

Greek Monotonic

ἐπιστολεύς: -έως, ἡ,
I. γραμματέας, επίσης, αγγελιαφόρος, ταχυδρόμος, σε Ξεν.
II. στους Σπαρτιάτες, αντιναύαρχος, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιστολεύς: έως ὁ
1) писец или гонец Xen.;
2) (у лакедемонян) помощник командующего флотом Xen., Plut.

Middle Liddell

ἐπιστολεύς, έως,
I. secretary: also a courier, Xen.
II. among the Spartans, a vice-admiral, Xen. [from ἐπιστολή