ῤάρος

Revision as of 14:45, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ὁ, a word found only in Gramm., expid. as = γαστηρ in EM 702.37, Suid.; as Aeol. for ἔμβρυον in Sch.D.T.p.143 H.; as A = ἀμβλωθρίδιον βρέφος in Lex. de Spir.p.215 Valck.; as = ἰσχυρός (cf. ῥωρός), Hsch., Phot., Suid. [The breathing is smooth, as in Ρᾶρος, Sch.D.T. and Lex. de Spir. ll. cc.]

Greek (Liddell-Scott)

ῤάρος: ὁ, λέξις εὑρισκομένη μόνον παρὰ τοῖς γραμμ., καὶ ἑρμηνευομένη ὡς = γαστὴρ παρὰ τῷ Μεγάλῳ Ἐτυμολόγῳ 702. 37, Σουΐδ.· ὡς Αἰολικὸν ἀντὶ βρέφος ἐν Α. Β. 693· ὡς = ἀμβλωθρίδιον βρέφος ἐν Λεξικῷ περὶ Πνευμάτων Valck. σ. 242· ὡς = ἰσχυρὸς (πρβλ. ῥωρός), Ἡσύχ., Φώτ., Σουΐδ. [Ψιλοῦται ὡς τὸ ’Ρᾶρος, Α. Β., καὶ Λεξικ. περὶ Πνευμάτων ἔνθ’ ἀνωτ.].

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. η γαστήρ, η κοιλιά
2. το έμβρυο
3. το βρέφος που γεννήθηκε πρόωρα
4. ο ισχυρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. που απαντά μόνο στους γραμματικούς. Ο τ. εμφανίζει ψιλή ως αιολικός].