κρείττωσις

Revision as of 10:45, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

-εως, ἡ, v. κρειττόομαι.

Greek Monolingual

κρείττωσις, ἡ (Α) κρειττούμαι
νόσος της αμπέλου που συνίσταται στην παρά φύση υπέρμετρη ανάπτυξη βλαστών, λόγω της οποίας ατροφούν και πέφτουν οι ρώγες («ἡ δὲ κρείττωσις, οἷον ἀντισπᾱν καὶ μεθιστάναι τὴν τροφήν
ὥστε ἐξ ἀμφοτέρων εὔλογον ἀπορρεῑν τὰς ρᾱγας καὶ τὰς ἑπιμενούσας ὡς μικρὰς εἶναι», Θεόφρ.).