κρειττόομαι

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρειττόομαι Medium diacritics: κρειττόομαι Low diacritics: κρειττόομαι Capitals: ΚΡΕΙΤΤΟΟΜΑΙ
Transliteration A: kreittóomai Transliteration B: kreittoomai Transliteration C: kreittoomai Beta Code: kreitto/omai

English (LSJ)

Pass., of the vine, to be diseased, have excrescences, Thphr. HP 4.14.6, CP5.9.13:—Subst. κρείττωσις, εως, ἡ, ibid.

Greek (Liddell-Scott)

κρειττόομαι: ἐπὶ τῆς ἀμπέλου, πάσχω ἐκ κρειττώσεως, δηλ. βλαστάνω παρὰ φύσιν, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 4. 14, 6, Αἰτ. Φ. 5. 9, 13· ἐντεῦθεν οὐσιαστ. κρείττωσις, εως, ἡ, νόσος ἀμπέλου, ἡ παρὰ φύσιν βλάστησις, ἧς ἕνεκα ἀτροφοῦσι καὶ ἀπορρέουσιν αἱ ῥᾶγες, αὐτόθι.

German (Pape)

vom Weinstock, an Auswüchsen kranken, Theophr.