ὁμηρίζω

Revision as of 10:58, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

imitate Homer, use Homeric phrases, Lib. Descr. 30.8 codd.
ΙI. act scenes from Homer, Artem. 4.2. (< ὁμοῦ, μηρός)
ΙΙI. indulge unnatural lust, with an intentional equivoque, Ach.Tat. 8.9; cf. Ὁμηριστής II.

German (Pape)

[Seite 330] dem Homer nachahmen, in homerischer Sprache, in Homer's Art dichten, sich eines homerischen Ausdrucks bedienen, VLL. – Aber Achill. Tat. 8, 9 liegt eine obscöne Anspielung auf διαμηρίζω darin, Unzucht treiben. – Bei Artemid. 4, 3 = schröpfen. S. ὁμηριστής.

Greek Monolingual

ὁμηρίζω (Α)
1. μιμούμαι τον Όμηρο, γράφω ποιήματα χρησιμοποιώντας ομηρικές φράσεις
2. θεατρ. εκτελώ σκηνές από τα ομηρικά έπη
3. (για άρρενες) συνουσιάζομαι παρά φύσιν
4. αφαιρώ αίμα με βεντούζα, κάνω κοφτές βεντούζες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ὅμηρος. Το ρ. χρησιμοποιήθηκε και με σημ. «συνουσιάζομαι παρά φύσιν», λόγω παρετυμολογικής σύνδεσής του με το ουσ. μηρός.

Russian (Dvoretsky)

ὁμηρίζω: μηρός развратничать Anth.