λαβίς

Revision as of 17:00, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")

English (LSJ)

ίδος, ἡ, A = λαβή, handle, Gal.2.704; hilt, LXX Jd.3.22, EM594.9. II Act., holder, i.e. 1 forceps, Hp.Steril.244, Hermes38.282 (cod. Laur.), Apollon. ap.Gal.12.659. 2 clamp, clasp, Plb.6.23.11; λ. σιδηραῖ Inscr.Délos 442 B 168 (ii B. C.). 3 tongs or snuffers to trim lamps, LXX Ex.38.17 (37.23), Nu.4.9, v.l. in J.AJ8.3.7. 4 = πυράγρα, Cyr.

German (Pape)

[Seite 1] ίδος, ἡ, eigtl. dim. zu λαβή, in derselben Bedeutung, Erkl. von κώπη, bei Schol. Il. 1, 219; übh. Werkzeug zum Festhalten, Schnalle, Haken u. dergl., πυκναῖς λαβίσι καταπερονᾶν, Pol. 6, 23, 11 u. a. Sp.; Griff, Mel. 48 (V, 208).

Greek (Liddell-Scott)

λᾰβίς: -ίδος, ἡ, = λαβή, «χεροῦλι», Γαλην. 2. 704· λαβὴ ξίφους, Ἐτυμολ. Μέγ. 594. 9. ΙΙ. ἐνεργ., πρᾶγμά τι ὅπερ κρατεῖ, πιάνει δηλ., 1) ἐμβρυουλκός, Ἱππ. 687. 7. 2) περόνη, πόρπη, Πολύβ. 6. 23, 11. 3) ψαλὶς πρὸς καθαρισμὸν τῶν λύχνων καὶ λαμπάδων, κηροψαλίδιον, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΛΖ΄, 23, Ἀριθμ. Δ΄, 9).

Greek Monolingual

λαβίς, -ίδος, ἡ (AM)
βλ. λαβίδα.

Russian (Dvoretsky)

λᾰβίς: ίδος (ῐδ) ἡ застежка, пряжка Polyb.