τύλωμα

Revision as of 17:59, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")

English (LSJ)

ατος, τό, glossed by τύμμα, Hsch.; A gloss on τύλη, Id. s.v. γονοτύλη. 2 sole of the foot, Poll.2.198.

German (Pape)

[Seite 1161] τό, Schwiele, Verhärtung. Auch die Fußsohle, VLL. wie Poll. 2, 198.

Greek (Liddell-Scott)

τύλωμα: τό, τύλος, ἀποσκίρωμα ἐπὶ τοῦ ὤμου, Ἡσύχ. 2) τὸ πέλμα τοῦ ποδός, Πολυδ. Β΄, 198.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ [[τυλῶ, -ώνω]]
το αποτέλεσμα του τυλώνω, σκληρό εξόγκωμα του δέρματος, συνήθως τών άκρων, τύλος
νεοελλ.
υπερπλήρωση, παραγέμισμα της κοιλιάς με φαγητά
αρχ.
το πέλμα του ποδιού.