τυλώνω
From LSJ
ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal
Greek Monolingual
τυλῶ, -όω, ΝΜΑ τύλη/τύλος
νεοελλ.
γεμίζω κάτι έως επάνω, υπερπληρώνω («τήν τύλωσε»
[ενν. την κοιλιά] έφαγε μέχρι σκασμού)
2. μτφ. καθιστώ μια γυναίκα έγκυο, γκαστρώνω
μσν.-αρχ.
καθιστώ κάτι τυλώδες, το γεμίζω με τύλους, σκληρύνω («τυλοῖ τὸ στόμα ὁ χαλινός», Ξεν.)
αρχ.
κάνω σε κάτι, κυρίως σε ράβδο ή σε ρόπαλο, κόμπους ή μεγάλα εξογκώματα.