ενθλίβω

Revision as of 08:50, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")

Greek Monolingual

(AM ἐνθλίβω) θλίβω
πιέζω προς τα μέσα, κοιλαίνω κάτι με πίεση, ζουλώ
μσν.
1. σπάζω, συντρίβω («τὴν κεφαλὴν ἐνθλῑψαι», Ιπποκρ.)
2. θλίβομαι, στενοχωρούμαι
αρχ.
παθ. συνθλίβομαι, πατιέμαι («τὸν βότρυν τὸν ἐν ταῖς ληνοῑς ἐνθλιβόμενον», Γρηγ. Νύσσ.).