(AM ἐνθλίβω) θλίβωπιέζω προς τα μέσα, κοιλαίνω κάτι με πίεση, ζουλώμσν.1. σπάζω, συντρίβω («τὴν κεφαλὴν ἐνθλῑψαι», Ιπποκρ.)2. θλίβομαι, στενοχωρούμαιαρχ.παθ. συνθλίβομαι, πατιέμαι («τὸν βότρυν τὸν ἐν ταῖς ληνοῑς ἐνθλιβόμενον», Γρηγ. Νύσσ.).