μενοινώ

Revision as of 09:05, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "νῡν " to "νῦν ")

Greek Monolingual

μενοινῶ, -άω, επικ. τ. -ώω (Α)
1. επιθυμώ σφοδρά κάτι, επιζητώ κάτι («νῦν σφάξαι μενοινᾷς», Ευρ.)
2. είμαι πρόθυμος για κάτι («πεζοὶ δὲ μενοίνεον, εἰ τελέουσιν», Ομ. Ιλ.)
3. σχεδιάζω ή διανοούμαι εναντίον κάποιου κάτι κακό («κακὰ δὲ Τρώεσσι μενοίνα», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μένος «ορμή, μανία». Έχει υποστηριχθεί ωστόσο ότι το ρ. έχει παραχθεί από αμάρτυρο ουσ. μενώ(ι) (< θ. μενοι-), πρβλ. ἠχώ, πειθώ. Το θ. μενοι-εμφανίζεται και στα ανθρωπωνύμια Μενοίτης, Μενοίτιος].