κισσώ
Greek Monolingual
(I)
κισσῶ, αττ. τ. κιττῶ, -άω (Α)
1. (για έγκυο γυναίκα) επιθυμώ ασυνήθιστα και αλλόκοτα φαγητά («εἰώθασι δὲ ταῖς κυούσαις αἱ ἐπιθυμίαι γίγνεσθαι παντοδαπαί, καὶ μεταβάλλειν ὀξέως
ὅ καλοῡσί τινες κισσᾱν», Αριστοτ.)
2. μτφ. επιθυμώ, ποθώ («ὑμεῖς μέν γ' οὖν οἱ κιττῶντες τῆς εἰρήνης σπᾱτ' ἀνδρείως», Αριστοφ.)
3. (για γυναίκα) κυοφορώ, είμαι έγκυος («ἐν ἀνομίαις συνελήφθην, και ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. κίσσα (ΙΙ)].
(II)
κισσῶ και κιττῶ, -όω (Α) κισσός
κοσμώ με κισσό, στολίζω με κισσό («κρᾱτα κισσώσας ἐμόν», Ευρ.).