προσχώνω
Greek Monolingual
προσχώννυμι και προσχωννύω και προσχῶ, -όω, ΝΑ
1. επισωρεύω χώμα πάνω σε κάτι, επιχωματώνω
2. (ιδίως για ποταμό) αποθέτω κάπου ιλύ και σχηματίζω νεα χέρσο ή επαυξάνω τη χέρσο που προϋπήρχε («τῶν... ταῦτα τὰ χωρία προσχωσάντων ποταμῶν», Ηρόδ.)
3. συσσωρεύω
μσν.-αρχ.
ρίχνω χώμα πάνω σε κάτι
αρχ.
1. αποφράσσω ή γεμίζω κάτι με συσσώρευση ιλύος («ἡ θάλασσα ἐξηραίνετο προσχουμένη», Αριστοτ.)
2. κατασκευάζω πρόχωμα με συσσώρευση χώματος
3. σχηματίζω προβλήτα.