αχήν

Revision as of 08:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

ἀχήν (-ῆνος), ο, η (Α)
φτωχός, ενδεής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρικός τ. αβέβαιης ετυμολ. Έχει υποστηριχθεί ότι λόγω της μορφολογικής του δομής (-ήν / -ήνος) αποτελεί πιθ. ουσιαστικοποιημένο προσηγορικό, που εκφράζει την έννοια «κακομοίρης, φτωχός». Το ᾱχήν συνδέθηκε με τα διαφορετικής μεταπτωτικής βαθμίδας ῑχανώεπιζητώ κάτι με πόθο»), ἶχαρ (και ἴχαρ) «σφοδρή επιθυμία» (πρβλ. αβεστ. āzi «απληστία, επιθυμία, πόθος»: αρχ. ινδ. ihate «επιθυμώ, ποθώ», αβεστ. izyeiti «επιδιώκω, ποθώ»). Σύμφωνα με νεώτερη άποψη, υποστηρίζεται η ερμηνεία του -ᾱχήν < α-εχεσ-νο (< α- στερ. + έχω + επίθημα -νο), με συναίρεση των + ε > ].