το1. μικρός δαυλός2. φρ. «ξύλα, κούτσουρα, δαυλιά καμένα» — για όσους μιλούν ασυνάρτητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < δαυλίον, υποκοριστικό του μσν. δαυλός (πρβλ. γαστρίον-γαστρί, δαυκίον-δαυκί, καρφίον-καρφί].