ιερέας
Greek Monolingual
και ιερεύς, ὁ, θηλ. ιέρεια (ΑΜ ἱερεύς, -έως, θηλ. ἱέρεια, Α και δωρ. τ. ἱαρεύς, ιων. τ. ἱρεύς, αρκαδ. τ. ἱαρής)
1. ο πρεσβύτερος, ο κληρικός ο οποίος τελεί τα μυστήρια και τις λοιπές ιεροπραξίες εκτός από εκείνες τις οποίες μπορεί να τελέσει μόνο επίσκοπος, ο παπάς
2. εκείνος που τελεί τις θυσίες ή προΐσταται στις θρησκευτικές τελετές
αρχ.
1. μάντης
2. θεραπευτής, βοηθός («ἱερεὺς... ἄτας», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. ιερεύς < ιερός. Η λ. απαντά και στη Μυκηναϊκή (πρβλ. ijereu), ενώ στην Αρχαία χρησιμοποιούνταν παράλληλα προς το μάντις. Στη Νέα Ελληνική, εκτός από τη λ. ιερέας, χρησιμοποιείται και η λ. παπάς, η οποία στους βυζαντινούς χρόνους ήταν τίτλος πρεσβυτέρου].