(Α ἱππαστί)επίρρ. με τον τρόπο που κάθεται κάποιος στον ίππο, καβάλα, καβαλικευτά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππασ- του ρ. ἱππάζομαι «οδηγώ τον ίππο» + επιρρ. κατάλ. -τί. (πρβλ. α-γελασ-τί < θ. γελάσ- του γελώ, α-δαμασ-τί < θ. δαμασ- του δάμνῃμι «δαμάζω»)].