ἰξίον, τὸ (ΑΜ)μσν.υποκορ. του ιξόςαρχ.το φύλλο του φυτού χαμαιλέων ο λευκός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξία. Με τη μσν. σημασία < ἰξός + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. βιβλ-ίον, παιδ-ίον)].