κόρυδος

Revision as of 14:13, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ὁ, = ἡ κορυδός.

German (Pape)

[Seite 1487] ὁ, u. ἡ κορυδός, s. Schol. Ar. Av. 472, von κόρυς, Kuppen-, Haubenlerche; Ar. Av. 303. 472; Theocr. 8, 141; öfter in der Anth., z. B. Antiph. 3 (V, 307); Arist. H. A. 6, 1. 8, 16 u. öfter; vgl. über die verschiedenen Formen des Wortes Lob. zu Phryn. 338.

Greek Monolingual

κόρυδος και κορυδός, ὁ, και κορυδός, ἡ, και κορυδών, ὁ, και κορύδυλις, ἡ (Α)
ο κορυδαλ(λ)ός («ὥσπερ τὰ παιδία τὰ τοὺς κορύδους διώκοντα», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυς «περικεφαλαία» με επίθημα -δο- (πρβλ. λύγ-δο-ς, ράβ-δο-ς). Ανάλογη στον σχηματισμό της είναι η ονομ. του ελαφιού σε ορισμένες ΙΕ γλώσσες, πρβλ. αρχ. σαξ. hiro-t, αρχ. άνω γερμ. hiru-z (< ΙE keru-d-). Με την προσθήκη του επιθήματος -αλ- (πρβλ. αγκ-άλ-η, ομφ-αλ-ός) προέκυψε ο τ. κορυδ-αλ-ός. Ο παρλλ. τ. κορυδαλλός οφείλεται πιθ. σε εκφραστικό αναδιπλασιασμό].

Frisk Etymological English

(-δός)
Grammatical information: m. (f.)
Meaning: (crested) lark, Alauda cristata (Ar., Pl., Arist.); enlarged forms with ν- and λ(λ)-suffixes (Chantraine Formation 360f. a. 246f.):;
Other forms: κάρυδοι καρύδαλοι H.
Derivatives: κορυδῶνες pl. (Arist. HA 609a 7; cf. below), κορύδαλ(λ)ος (Arist.; v. l. -αλλός), -αλλός (Theoc., Babr.), -αλλά (Epich., sicil. inscr.), -αλλίς (Simon., Theoc.). PN Κόρυδος, -ύδων, -υδαλλός, -υδεύς (s. Boßhardt Die Nom. auf -ευς 132 ).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: To κόρυς helm with δο-suffix (cf. the simlar instances in Schwyzer 508 and Chantraine 359); a t-enlargement perhaps in a German. word for deer, e. g. OS hirot, OHG hiruz (IE. *ḱeru-d-). Cf. with -θ- (as in κόρυθ-): κόρυθος εἷς τις τῶν τροχίλων and κορύθων ἀλεκτρυών H. - The form κορυδῶνες (s. above) can hardly be correct; one expects *κορυδόνες (as χελιδόνες etc.) or evtl. κορύδωνες. - See on κόρυδος etc. Thompson Birds s. κορύδαλος. The form κάρυδος is the older one: α > (ο) before following υ (so not to be corrected, as Fur. 345, who had not seen the rule); so derivation from κόρυς is impossible. Note that -αλ(λ)- is also a Pre-Greek suffix (*-aly-), s. Beekes, FS Kortlandt.
See also: Weiteres s. κόρυς.

Frisk Etymology German

κόρυδος: (-δός)
{kórudos}
Grammar: m. (f.)
Meaning: Haubenlerche, Alauda cristata (Ar., Pl., Arist. usw.);
Derivative: erweiterte Formen mit ν- und λ(λ)-Suffix (Chantraine Formation 360f. u. 246f.): κορυδῶνες pl. (Arist. HA 609a 7; vgl. unten), κορύδαλ(λ)ος (Arist.; v. l. -αλλός), -αλλός (Theok., Babr.), -αλλά (Epich., sizil. Inschr.), -αλλίς (Simon., Theok.); — κάρυδοι· καρύδαλοι H. — PN Κόρυδος, -ύδων, -υδαλλός, -υδεύς (s. Boßhardt Die Nom. auf -ευς 132 m. Lit.).
Etymology : Zu κόρυς Helm mit δο-Suffix (vgl. die ähnlichen Fälle bei Schwyzer 508 und Chantraine 359); eine dementsprechende t-Erweiterung liegt zufällig im german. Wort für Hirsch, z. B. asächs. hirot, ahd. hiruz (idg. *ḱeru-d-) vor. Vgl. noch mit -θ- (wie in κόρυθ-): κόρυθος· εἷς τις τῶν τροχίλων und κορύθων· ἀλεκτρυών H. — Die Form κορυδῶνες (s. oben) kann schwerlich richtig sein; man erwartet κορυδόνες (wie χελιδόνες usw.) oder evtl. κορύδωνες. — Ausführlich über κόρυδος usw. Thompson Birds s. κορύδαλος. Weiteres s. κόρυς.
Page 1,924